- αποκατασταίνω
- (αόρ. αποκατάστησα, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα) см. αποκαθιστώ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκατασταίνω — ησα, άθηκα, στημένος 1. ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση: Αποκαταστάθηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με τη σεισμόπληκτη περιοχή. 2. εξασφαλίζω κάποιον οικονομικά ή τον τακτοποιώ με το γάμο: Αποκατάστησε καλά τους γιους και τις κόρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… … Dictionary of Greek
αποκαθιστώ — βλ. λ. αποκατασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)